-
1 ἀνάδαστος
ἀνά-δαστος, verteilt, bes. ein Land von neuem zu gleichen Teilen unter die Bewohner teilen. Eine Entscheidung rückgängig, ungültig machen -
2 ἀνα-δαίω [2]
См. также в других словарях:
ανάδαστος — ἀνάδαστος, ον (Α) [ἀναδατέομαι] 1. αυτός που διαμοιράστηκε εκ νέου, που ξαναμοιράστηκε 2. φρ. «ἀνάδαστον ποιῶ τι», ακυρώνω, ματαιώνω, καταργώ … Dictionary of Greek
ἀνάδαστος — divided anew masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδάστως — ἀνάδαστος divided anew adverbial ἀνάδαστος divided anew masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάδαστον — ἀνάδαστος divided anew masc/fem acc sg ἀνάδαστος divided anew neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδάστους — ἀνάδαστος divided anew masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάδαστα — ἀνάδαστος divided anew neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδατέομαι — ἀναδατέομαι (Α) διανέμω εκ νέου, ξαναδιαιρώ, ξαναμοιράζω, εκτελώ αναδασμό τής γής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δατέομαι. ΠΑΡ. ἀναδασμός αρχ. ἀνάδαστος (μσν. –νεοελλ.) αναδάσιμος] … Dictionary of Greek