Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνάγυρος

См. также в других словарях:

  • ἀνάγυρος — Anagyris foetida masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάγυρος — (I) η, ο αυτός που κάνει γύρους, λοξός, ελικοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γύρος. ΠΑΡ. αναγυρίδα]. (II) ἀνάγυρος, ο (Α) η Ανάγυρις* …   Dictionary of Greek

  • ανάγυρος — ο το φυτό βρομοκλάδι ή βρομολυγαριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναγύρω — ἀνάγυρος Anagyris foetida masc nom/voc/acc dual ἀνάγυρος Anagyris foetida masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγύρου — ἀνάγυρος Anagyris foetida masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγύρῳ — ἀνάγυρος Anagyris foetida masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάγυρον — ἀνάγυρος Anagyris foetida masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АТТИКА —    • Attĭca,          ή Άττική (от ακτή, вместо ακτική), называлась раньше также Άκτή, «прибрежная страна», а у поэтов Μοψοπία, или Ίωνία, или Ποσειδωνια и была важнейшей из 8 областей, составлявших собственную (среднюю) Элладу. Она имела форму …   Реальный словарь классических древностей

  • ανάγυρα — επίρρ. 1. από την ανάποδη, ανάποδα, ανεστραμμένα 2. ανάσκελα, ύπτια 3. ολόγυρα, γύρω γύρω 4. μακριά, απόμερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανάγυρος < ανα * + γύρος] …   Dictionary of Greek

  • αναγυρίδα — η [ανάγυρος Ι] 1. περιστροφική κίνηση 2. ελικοειδής, περιφερικός δρόμος 3. περιφορά νεκρού ή εικόνων κατά τη λιτανεία 4. περίπατος, βόλτα 5. επιστροφή, επάνοδος …   Dictionary of Greek

  • βρομόξυλο — το 1. πολύ δυνατό ξύλο, βίαιος ξυλοδαρμός 2. ονομασία του φυτού ανάγυρος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»