-
1 παραιφασίη
2 π. λιμοῦ consolation against.., Poet. ap. Orion s.v. πεσσοί.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραιφασίη
-
2 ἀμφασίη
ἀμ-φασίη ( φάναι): speechlessness, w. obj. gen. ἐπέων, Ρ , Od. 4.704.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμφασίη
См. также в других словарях:
παραιφασίη — ἡ, και ποιητ. τ. παρφασία, Α 1. συμβουλή, παραίνεση 2. ενθάρρυνση, προτροπή 3. παραμυθία, παρηγοριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραί (ποιητ. τ. τού παρά*) + φασία / φασίη (< φατος < φατός < φημί), πρβλ. αμ φασίη] … Dictionary of Greek
αμφασίη — ἀμφασίη, η (Α) επικός τύπος αντί τού αφασία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμ , όπου το μ θεωρείται ως μετρική παρέκταση τού ἀ + φασίη ( ία) < φατος < φατὸς < θ. φᾰ τού φημί] … Dictionary of Greek