Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀμ-φασίη

См. также в других словарях:

  • παραιφασίη — ἡ, και ποιητ. τ. παρφασία, Α 1. συμβουλή, παραίνεση 2. ενθάρρυνση, προτροπή 3. παραμυθία, παρηγοριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραί (ποιητ. τ. τού παρά*) + φασία / φασίη (< φατος < φατός < φημί), πρβλ. αμ φασίη] …   Dictionary of Greek

  • αμφασίη — ἀμφασίη, η (Α) επικός τύπος αντί τού αφασία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμ , όπου το μ θεωρείται ως μετρική παρέκταση τού ἀ + φασίη ( ία) < φατος < φατὸς < θ. φᾰ τού φημί] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»