Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀμ-πήδησε

См. также в других словарях:

  • πήδησε — πηδάω leap aor ind act 3rd sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεύγμα — το (AM ζεῡγμα) [ζεύγνυμι] κάθε τι που χρησιμοποιείται για ζεύξη, για σύνδεση, δεσμός, σύνδεσμος 2. φρ. α) «ζεύγμα λιμένος» φράγμα από πλοία που φράζουν την είσοδο τού λιμανιού με το οποίο αποκλείεται η είσοδος ή η έξοδος β) «ζεύγμα ποταμού»… …   Dictionary of Greek

  • θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… …   Dictionary of Greek

  • παραμάζωμα — το φόρα, ορμή («πήρε παραμάζωμα και πήδησε») …   Dictionary of Greek

  • πηδώ — πηδῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παδώ Α 1. τινάζομαι ψηλά, μετακινούμαι με άλμα από ένα σημείο σε άλλο (α. «πηδάνε, παίζουν και γλεντάν», δημ. τραγούδι β. «υψόσε ποσσὶν ἐπήδα», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ με άλμα πάνω από κάτι (α. «πήδησα το χαντάκι» β.… …   Dictionary of Greek

  • τράτο — το, και τράτος, ο, Ν 1. διάστημα, τοπικό ή χρονικό, επαρκές για μια πράξη (α. «δεν έχω τράτο να τόν περιμένω» β. «το παράθυρο έχει τράτο από την κάσα, αλλά δεν κλείνει») 2. συνεκδ. φόρα, ορμή («πήρε τράτο και πήδησε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tratto… …   Dictionary of Greek

  • Αβρέας — (; – 326 π.Χ.).Υπασπιστής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ένας από τους τρεις που υπερασπίστηκαν θαρραλέα τον Μακεδόνα βασιλιά στην ινδική πόλη των Μαλλών, όταν o Αλέξανδρος πήδησε ο ίδιος από το τείχος μέσα στην πόλη (326 π.Χ.). Ο Α. σκοτώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Αίατος — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Θεσσαλών, που λέγονταν τότε Εφυραίοι και προέρχονταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου. Με επικεφαλής τον Α. έδιωξαν τους Βοιωτούς από τη Θεσσαλία προς την περιοχή, τη μετέπειτα γνωστή ως Βοιωτία. Ο Α., γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Ανθηδών — Αρχαία πόλη της Βοιωτίας στον Ευβοϊκό κόλπο. H ονομασία της προέρχεται είτε από μια ομώνυμη νύμφη είτε από τον Άνθα, γιο του Ποσειδώνα και της Αλκυόνης. Η πόλη ήταν μέλος της Βοιωτικής ομοσπονδίας. Είχε άλσος των Καβείρων και ιερό της Δήμητρας… …   Dictionary of Greek

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Τζαβέλας — Γράφεται και Τζαβέλλας. Επώνυμο σουλιώτικης φάρας πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν τόσο πριν την Επανάσταση, όσο και στη διάρκειά της. Σημαντικότεροι ήταν: 1. Γεώργιος. Δευτερότοκος γιος του Λάμπρου και αδελφός του Φώτου. Έπεσε ηρωικά το 1802 σε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»