-
1 ἀμύντωρ
ἀμύντωρ, ορος, ὁ, Helfer, Hom. siebenmal, als Prädicatsnomen Iliad. 13, 384. 14, 449. 15, 540 ἦλϑενἀμύντωρ Versende; Versende auch 15, 610 αὐτὸς γάρ οἱ ἀπ' αἰϑέρος ἦεν ἀμύντωρ Ζεύς; an derselben Stelle des Verses Od. 2, 326 τινὰς ἄξει ἀμύντορας u. 16, 256. 261 τινὰ (τινὰ ἄλλον) ἀμύντορα μερμηρίξαι (μερ-μηρίξω), einen Helfer ersinnen; – Rächer, πατρός, Eur. Or. 1588; sp. D.
-
2 Αμύντωρ
-
3 Ἀμύντωρ
-
4 αμύντωρ
-
5 ἀμύντωρ
-
6 αμυντωρ
1) защитник, заступник Hom.οἱ ἦλθεν ἀ. Hom. — он пришел ему на помощь
2) каратель, мстительἀ. τινός Eur. — мститель за кого-л.
-
7 Αμυντωρ
-
8 ἀμύντωρ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμύντωρ
-
9 Αμύντωρ
Αμύντωρ: son of Ormenus, father of Phoenix, Il. 9.448, Il. 10.266.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Αμύντωρ
-
10 ἀμύντωρ
ἀμύντωρ, Helfer; Rächer -
11 ἀμύντωρ
A defender, helper, Il.13.384 (as v.l.), Od.2.326, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμύντωρ
-
12 ἐπ-αμύντωρ
ἐπ-αμύντωρ, ορος, ὁ, = ἀμύντωρ, Od. 16, 263; bei Orph. lith. 681 als fem.
-
13 Amyntor
Ἀμύντωρ, -ορος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Amyntor
-
14 Ορμενιδης
-
15 Amyntor
Amyntōr, oris, m. (Ἀμύντωρ), König der Doloper, Vater des Phönix, Ov. met. 8, 307. – Dav. Amyntoridēs, ae, m., der Amyntoride, d.i. Sohn des Amyntor = Phönix, Ov. art. am. 1, 337; Ibis 257 (261).
-
16 Ămyntōr
Ămyntōr, ŏris, m. Amyntor (roi des Dolopes). - [gr]gr. Ἀμύντωρ, ορος. - Ămyntŏrĭdēs, ae, m.: fils d'Amyntor (Phénix). -
17 Αμύντορα
-
18 Ἀμύντορα
-
19 Αμύντορας
-
20 Ἀμύντορας
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀμύντωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύντωρ — defender masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμύντωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βοιωτός, ονομαστός για την περικεφαλαία του, που ήταν κοσμημένη με δόντια κάπρου. 2. Πατέρας του Φοίνικα, που καταράστηκε τον γιο του να μείνει άτεκνος, επειδή, από στοργή προς τη μητέρα του, κατέκτησε την ερωμένη… … Dictionary of Greek
Ἀμύντορα — Ἀμύντωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύντορα — ἀμύντωρ defender masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμύντορας — Ἀμύντωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύντορας — ἀμύντωρ defender masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμύντορι — Ἀμύντωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύντορι — ἀμύντωρ defender masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμύντορος — Ἀμύντωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύντορος — ἀμύντωρ defender masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)