Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀμύντορας

См. также в других словарях:

  • Ἀμύντορας — Ἀμύντωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμύντορας — ἀμύντωρ defender masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσαμύντορας — ο ειρων. υπερασπιστής τής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + αμύντορας «βοηθός, υπερασπιστής»] …   Dictionary of Greek

  • υπερασπιστής — ο, θηλ. υπερασπίστρια / ὑπερασπιστής, θηλ. ὑπερασπίστρια, ΝΜΑ [ὑπερασπίζω] αυτός που υπερασπίζει, που προστατεύει, που υποστηρίζει κάποιον ή κάτι, προστάτης (α. «υπερασπιστής τής πατρίδας» β. «κύριος ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου» ΠΔ.) αρχ. αυτός που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»