-
1 ἀμύνομαι
ἀμύνομαι (τινά) отражать от себя кого; защищаться ἀμύνομαι, ἀμυνοῦμαι, ἀμύνάμην -
2 αμύνομαι
-
3 ἀμύνομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀμύνομαι
-
4 αμύνομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αμύνομαι
-
5 ἀμύνομαι
вступаться, защищать, оборонять, воздавать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀμύνομαι
-
6 αμύνομαι
[аминомэ] ρ {пав. -
7 ανταμυνομαι
1) отражать (противника), защищаться Thuc.2) воздавать, отплачивать(τινα κακοῖς Soph.)
οἱ ἀνταμυνόμενοι Thuc. — мстители -
8 εξαμυνομαι
отражать от себя, отгонять прочь, подавлять(τὰς νόσους ἀκέσμασι Aesch.; θεάς, sc. Ἐρινύας Eur.)
ἐ. αἶθον (v. l. αἶθρον) θεοῦ Eur. — защищать себя от солнечного зноя -
9 προαμυνομαι
(ῡ) заблаговременно принимать оборонительные меры(τὸν ἐχθρὸν ὧν δρᾷ Thuc.)
ἐπ΄ ἐκείνοις δὲ ὄντος ἀεὴ τοῦ ἐπιχειρεῖν, καὴ ἐφ΄ ἡμῖν εἶναι δεῖ τὸ προαμύνασθαι Thuc. — поскольку они всегда могут напасть (на нас), то и мы должны заранее подготовиться к обороне -
10 ανταμύνομαι
см. αμύνομαι -
11 292
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 292
См. также в других словарях:
αμύνομαι — αμύνομαι, αμύνθηκα βλ. πίν. 49 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… … Dictionary of Greek
αμύνομαι — αμύνθηκα 1. μτβ. (με πρόθ.), αγωνίζομαι αμυντικά για κάτι, υπερασπίζομαι κάτι: Αμύνθηκε για τη ζωή του. 2. αμτβ., ενεργώ αμυντικά: Αν μου επιτεθεί, θα αμυνθώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμύνομαι — ἀμύ̱νομαι , ἀμύνω keep off aor subj mid 1st sg (epic) ἀμύ̱νομαι , ἀμύνω keep off pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
αβαράρω — και αβαρέρνω και αβαραρίζω 1. καθελκύω πλοίο 2. απομακρύνω βάρκα ή άλλο μικρό πλεούμενο από κάπου με τα χέρια, τα κουπιά ή γάντζο 3. απομακρύνω κάτι από κοντά μου, αποφεύγω τον κίνδυνο, αποκρούω, αμύνομαι 4. (η προστ. ως ναυτικός όρος) αβάρα! α)… … Dictionary of Greek
αλέξω — ἀλέξω (και σπάνια ἀλέκω) (Α) Ι ενεργ. 1. απομακρύνω, αποτρέπω, αποσοβώ 2. βοηθώ, υπερασπίζω 3. προσφέρω βοήθεια ΙΙ μέσ. 1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αμύνομαι 2. ανταμείβω, ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα ἀλέξω συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη… … Dictionary of Greek
αλκάζω — ἀλκάζω (Α) 1. κατά τους λεξικογράφους, πολεμώ με γενναιότητα 2. (μέσ. ἀλκάζομαι) αμύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό παράγωγο τής ρίζας ἀλκ , με την οποία συνδέονται επίσης και οι λ. ἄλαλκε*, ἀλκί, ἀλκαθεῖν. ΠΑΡ. αρχ. ἄλκασμα] … Dictionary of Greek