-
1 αμιδιον
См. также в других словарях:
αμίδιον — ἀμίδιον, το (Α) υποκοριστικό τής λέξης ἀμίς* … Dictionary of Greek
ἀμίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμιδίων — ἀμίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμίς — ἀμίς ( ίδος), η (Α) ουροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμη*. Απαντά και τ. ἁμὶς < ἅμη, ἄμη). ΠΑΡ. αρχ. ἀμίδιον] … Dictionary of Greek