-
1 αμετρητος
-
2 αμέτρητος
η, ο [ος, ον ]1) непересчитанный; 2) неисчислимый, несчётный, бесчисленный, несметный;πλούτος — несметные богатства;3) неизмеримый, безмерный;αμέτρητο βάθος — неизмеримая глубина
-
3 αμέτρητος
[амэтритос] еж. неизмеримый, неисчисляемый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμέτρητος
-
4 αμέτρητος
[амэтритос] еж. неизмеримый, неисчисляемый. -
5 Αύγουστος
– Αύγουστε καλέ μου μήνα, να 'σουν δυο φορές το χρόνο– Αύγουστος άβροχος, μούτσος αμέτρητος– Κάθε πράγμα στον καιρό του, κι ο κολιός τον Αύγουστο– Μακάρι σαν τον Αύγουστο να 'ταν οι μήνες όλοι– Ο Αύγουστος επάτησε, η άκρα του χειμώνα– Τον Αύγουστο τον χαίρονται οπ' έχουν να τρυγήσουνΕλληνικές παροιμίες - οιωνοί – Греческие пословицы - приметыИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αύγουστος
См. также в других словарях:
ἀμέτρητος — masc nom sg ἀμέτρητος masc/fem nom sg ἀμετρητος immeasurable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμέτρητος — η, ο (Α ἀμέτρητος, η, ον και ος, ον) [μετρῶ] 1. αυτός που δεν μετρήθηκε ή δεν μπορεί να μετρηθεί, ο άμετρος, ο ανυπολόγιστος 2. αναρίθμητος, πολυπληθύς, πολυάριθμος νεοελλ. αυτός που δεν έχει μετρηθεί με ακρίβεια, δεν έχει καταμετρηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αμέτρητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε μετρήθηκε: Κάνεις άσχημα να παίρνεις τα ρέστα αμέτρητα. 2. αυτός τον οποίο δεν μπορεί να μετρήσει κανείς: Τα άστρα είναιαμέτρητα. 3. πάρα πολύς, πολυάριθμος: Τον συμβούλεψα αμέτρητες φορές, αλλά άδικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμετρήτως — ἀμέτρητος adverbial ἀμέτρητος masc acc pl (doric) ἀμέτρητος adverbial ἀμέτρητος masc/fem acc pl (doric) ἀμετρητος immeasurable adverbial ἀμετρητος immeasurable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέτρητον — ἀμέτρητος masc acc sg ἀμέτρητος neut nom/voc/acc sg ἀμέτρητος masc/fem acc sg ἀμέτρητος neut nom/voc/acc sg ἀμετρητος immeasurable masc/fem acc sg ἀμετρητος immeasurable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετρήτων — ἀμέτρητος fem gen pl ἀμέτρητος masc/neut gen pl ἀμέτρητος masc/fem/neut gen pl ἀμετρητος immeasurable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετρήτοιο — ἀμέτρητος masc/neut gen sg (epic) ἀμέτρητος masc/fem/neut gen sg (epic) ἀμετρητος immeasurable masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετρήτοις — ἀμέτρητος masc/neut dat pl ἀμέτρητος masc/fem/neut dat pl ἀμετρητος immeasurable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετρήτοισι — ἀμέτρητος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀμέτρητος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀμετρητος immeasurable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετρήτοισιν — ἀμέτρητος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀμέτρητος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀμετρητος immeasurable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετρήτου — ἀμέτρητος masc/neut gen sg ἀμέτρητος masc/fem/neut gen sg ἀμετρητος immeasurable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)