-
1 αμεριστος
-
2 αμέριστος
η, р [ος, ον ]1) неразделённый, нераспределённый; 2) неделимый, нераздельный; 3) полный, беспредельный;απολαμβάνω της αμέρίστου εκτιμήσεως — заслужить полное уважение;
μετ· αμέρίστου ενδιαφέροντος — с глубочайшим интересом
-
3 αμερης
-
4 μονοειδης
См. также в других словарях:
Ἀμέριστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέριστος — undivided masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμέριστος — η, ο (Α ἀμέριστος, ον) [μερίζω] αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μέρη, αδιαίρετος, αμοίραστος νεοελλ. ακέραιος, ολόκληρος, απεριόριστος «έχεις αμέριστη την αγάπη μου», «το ενδιαφέρον μου είναι αμέριστο» … Dictionary of Greek
αμέριστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει καταμεριστεί, κατανεμηθεί: Η πατρική κληρονομιά ήταν ακόμη αμέριστη. 2. αυτός που δεν είναι επιδεκτικός μερισμού, πλήρης, ακέραιος: Είχε την αμέριστη υποστήριξη του προϊσταμένου του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμεριστότερον — ἀμέριστος undivided adverbial comp ἀμέριστος undivided masc acc comp sg ἀμέριστος undivided neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμερίστω — Ἀμέριστος masc nom/voc/acc dual Ἀμέριστος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμερίστω — ἀμέριστος undivided masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀμέριστος undivided masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμερίστως — ἀμέριστος undivided adverbial ἀμέριστος undivided masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέριστον — ἀμέριστος undivided masc/fem acc sg ἀμέριστος undivided neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμερίστοις — Ἀμέριστος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμερίστοις — ἀμέριστος undivided masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)