-
1 αμεριμνον
См. также в других словарях:
ἀμέριμνον — ἀμέριμνος free from care masc/fem acc sg ἀμέριμνος free from care neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀμέριμνον — ἀμέριμνον , ἀμέριμνος free from care masc/fem acc sg ἀμέριμνον , ἀμέριμνος free from care neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμέριμνος — η, ο (AM ἀμέριμνος, ον) αυτός που δεν έχει μέριμνες, φροντίδες, ο ξένοιαστος αρχ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν μεριμνά κανείς, ο παραμελημένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμέριμνον η αμεριμνησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μέριμνα. ΠΑΡ. αρχ. ἀμεριμνῶ αρχ.… … Dictionary of Greek