Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀμέριμνον

См. также в других словарях:

  • ἀμέριμνον — ἀμέριμνος free from care masc/fem acc sg ἀμέριμνος free from care neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀμέριμνον — ἀμέριμνον , ἀμέριμνος free from care masc/fem acc sg ἀμέριμνον , ἀμέριμνος free from care neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμέριμνος — η, ο (AM ἀμέριμνος, ον) αυτός που δεν έχει μέριμνες, φροντίδες, ο ξένοιαστος αρχ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν μεριμνά κανείς, ο παραμελημένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμέριμνον η αμεριμνησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μέριμνα. ΠΑΡ. αρχ. ἀμεριμνῶ αρχ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»