-
1 ἀμύντωρ
A defender, helper, Il.13.384 (as v.l.), Od.2.326, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμύντωρ
См. также в других словарях:
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
κρατύντωρ — κρατύντωρ, ορος, ὁ (Α) πάπ. εξουσιαστής, κυρίαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατύνω + επίθημα τωρ (πρβλ. αμύν τωρ, σημάν τωρ)] … Dictionary of Greek
κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… … Dictionary of Greek