-
1 αμύητος
-
2 ἀμύητος
-
3 αμυητος
-
4 αμύητος
η, ο [ος, ον ]1) непосвящённый; неприобщённый; 2) неосведомлённый, несведущий- -
5 αμύητος
[амиитос] εκ. непосвященный, незнающий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμύητος
-
6 αμύητος
[амиитос] επ непосвященный, незнающий. -
7 ἀμύητος
ἀμύ-ητος, ον,A uninitiated, profane, And.1.12, Lys.6.51;ἀ. καὶ ἀτέλεστος Pl.Phd. 69c
: c. gen., ἀ. Ἀφροδίτης not admitted into mysteries of Aphrodite, Aristaenet.1.14; ὠδίνων, of Artemis, Orph.H.36.4.2 μυήσεις ἀ. no true initiations, Ph.1.156.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμύητος
-
8 ἀμύητος
-
9 αμύητος
gizleri öğrenmemiş -
10 αμυήτως
-
11 ἀμυήτως
-
12 αμύητον
ἀμύητοςuninitiated: masc /fem acc sgἀμύητοςuninitiated: neut nom /voc /acc sgἀμύ̱ητον, ἠμύωbow down: pres subj act 3rd dualἀμύ̱ητον, ἠμύωbow down: pres subj act 2nd dual -
13 ἀμύητον
ἀμύητοςuninitiated: masc /fem acc sgἀμύητοςuninitiated: neut nom /voc /acc sgἀμύ̱ητον, ἠμύωbow down: pres subj act 3rd dualἀμύ̱ητον, ἠμύωbow down: pres subj act 2nd dual -
14 непосвящённый
επ.αμύητος, ακατατόπιστός, απληροφόρητος. || ως ουσ. αμύητος, αμυσταγώγητος. -
15 ἀ-τέλεστος
ἀ-τέλεστος, 1) unvollendet, d. i. a) ohne Erfolg, neben ἁλίη, ὁδός Od. 2, 273; πόνος Il. 4, 57; μὰψ αὔτως, ἀτέλεστον, σῖτον ἔδοντας Od. 16, 111, immerfort. – b) unausgeführt, Od. 8, 571. 18, 345; ἀτέλεστα λαλεῖν, vergebens, Strat. 16 (XII, 21). – c) was nicht ausgeführt werden darf, neben ἀϑέμιτα Antiph. 1, 22. – 2) nicht eingeweiht, βακχευμάτων Eur. Bacch. 40; neben ἀμύητος, ohne höhere Bildung, Plat. Phaed. 69 c; τῶν ἱερῶν καὶ μυστηρίων Plut. Flam. 2; τῷ ϑεῷ Ael. V. H. 3, 9.
-
16 ἀν-είς-ακτος
ἀν-είς-ακτος, nicht eingeführt, nicht eingeweiht, Iambl., neben ἀμύητος.
-
17 ατελεστος
21) незаконченный, невыполненный(τὰ δέ κεν θεὸς ἢ τελέσειεν ἤ κ΄ ἀτέλεστ΄ εἴη Hom.)
2) безуспешный, бесплодный(πόνος Hom.)
3) непосвященный(ἀμύητος καὴ ἀ. Plat.; τῶν βακχευμάτων Eur.; τῶν πρώτων ἱερῶν καὴ μυστηρίων τῆς πολιτείας Plut.)
-
18 неосведомленный
неосведомленныйприл ἀπληροφόρητος, ἀδαής, ἀμύητος. -
19 непосвященный
непосвященныйприл ἀμύητος, ἀνήξερος. -
20 αμυήτοις
См. также в других словарях:
ἀμύητος — uninitiated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμύητος — η, ο (Α ἀμύητος, ον) ο μη μυημένος, αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστήρια μιας θρησκείας ή λατρείας, αμυσταγώγητος νεοελλ. αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστικά μιας θεωρίας, επιστήμης ή τέχνης, ακατατόπιστος, ανίδεος αρχ. 1. (στον Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
αμύητος — η, ο 1. αυτός που δε μυήθηκε στα μυστήρια κάποιας θρησκείας: Οι αμύητοι δεν μπορούσαν να πάρουν μέρος στα Ελευσίνια μυστήρια. 2. αυτός που δεν ξέρει καλά μια επιστήμη, θεωρία ή τέχνη: Είναι ακόμη αμύητος στη Χημεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμυήτως — ἀμύητος uninitiated adverbial ἀμύητος uninitiated masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύητον — ἀμύητος uninitiated masc/fem acc sg ἀμύητος uninitiated neut nom/voc/acc sg ἀμύ̱ητον , ἠμύω bow down pres subj act 3rd dual ἀμύ̱ητον , ἠμύω bow down pres subj act 2nd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτοις — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτοισιν — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτου — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτους — ἀμύητος uninitiated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτων — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτῳ — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)