-
1 αμφερχομαι
(только aor.) подходить отовсюду, т.е. окружатьκνίσης ἀϋτμέ ἀμφήλυθέ με Hom. — меня обдал запах жареного;
ἀϋτέ ἀμφήλυθέ με Hom. — до меня донесся крик
См. также в других словарях:
αμφέρχομαι — ἀμφέρχομαι (Α) (στον Όμηρο μόνο σε τύπο αορίστου β ἀμφήλυθε) έρχομαι από ολόγυρα, περιτριγυρίζω, περιζώνω, περικυκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἔρχομαι] … Dictionary of Greek