-
1 ἀμφιζάνω
ἀμφ-ιζάνω: settle upon, only ipf., Il. 18.25†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμφιζάνω
См. также в других словарях:
αμφιζάνω — ἀμφιζάνω (Α) επικάθημαι, απλώνομαι επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἱζάνω < θ. ἱζ , ἵζω + ριζική επαύξηση αν + ω] … Dictionary of Greek