-
1 ἀμφ-ερέφω
ἀμφ-ερέφω, rings bedecken, Antip. Sid.
-
2 ἀμφ-ηρεφής
ἀμφ-ηρεφής, ές (ἐρέφω), von beiden Seiten bedeckt, Hom. einmal, Iliad. 1, 45 ἀμφηρεφέα τε φαρέτρην.
-
3 ἀμφερέφω
См. также в других словарях:
αμφηρεφής — ἀμφηρεφής, ές (ΑΜ) στεγασμένος αρχ. (για τη φαρέτρα τού Απόλλωνος) αυτή που είναι κλεισμένη και από τις δύο πλευρές, επάνω και κάτω κλειστή, καλά κλεισμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ηρεφὴς < ἐρέφω «καλύπτω με στέγη» (πρβλ. ὑψηρεφής, πετρηρεφής … Dictionary of Greek
υψερεφής — και ὑψηρεφής, ές, Α 1. αυτός που έχει ψηλή οροφή, ψηλοτάβανος («ὑψερεφές μέγα δῶμα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ερεφής / ηρεφής (< ἐρέφω), πρβλ. ἀμφ ηρεφής] … Dictionary of Greek