-
1 ἀμφ-ελίσσω
ἀμφ-ελίσσω, att. - ελίττω (s. ἑλίσσω), umwinden, χεῖράς τινος, die Hände um Einen schlingen, Eur. Audr. 426; γνάϑους τέκνοις Pind. N. 1, 43.
-
2 ἀμφελίσσω
-
3 αμφελισσω
обвивать, охватывать(χέρας Eur.)
ἀμφελίξασθαι γνάθους τινί Pind. — сомкнуть челюсти вокруг кого-л., сжать кого-л. челюстями
См. также в других словарях:
αμφελίσσω — ἀμφελίσσω (Α) (ποιητικός και ιωνικός τύπος αντί ἀμφιελίσσω) τυλίγω, περιτυλίγω, διπλώνω, συμπτύσσω, συμπλέκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἑλίσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφελικτός] … Dictionary of Greek
αμφελελίζω — ἀμφελελίζω (Α) αναταράσσω, ταρακουνάω, κραδαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἐλελίζω «περιστρέφω, αναταράσσω», ποιητ. τ. τού ρ. ἑλίσσω με αναδιπλασιασμό] … Dictionary of Greek