-
1 ἀμφ-αγείρομαι
ἀμφ-αγείρομαι, Hom. im aor. Iliad. 18, 37 ϑεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο, versammelten sich um Thetis; Ap. Rh. 4, 1527; Opp. hat daraus ein praes. ἀμφαγέρονται gemacht, z. B. Hal. 3, 231.
-
2 ἀμφαγαπάζω
ἀμφ-αγαπάζω, ἀμφ-αγαπάω, nahm ihn gastlich auf, mit Liebe umfassend ἀμφ-αγείρομαι, versammelten sich um -
3 ἀμφαγαπάω
ἀμφ-αγαπάζω, ἀμφ-αγαπάω, nahm ihn gastlich auf, mit Liebe umfassend ἀμφ-αγείρομαι, versammelten sich um
См. также в других словарях:
αμφαγείρομαι — ἀμφαγείρομαι (Α) συναθροίζομαι γύρω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + αρχ. ἀγείρομαι. Οι τ. ἠγερέθονται, ἠγερόθοντο πλάστηκαν στην επική γλώσσα με παρεμβολή τού σχηματιστικού επιθήματος θ και γενίκευση τού η για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek