-
1 ἀμφί-παλτος
ἀμφί-παλτος, ringsum geschwungen, αὐδή, rings wiederhallend, Simmi. (XV, 27).
-
2 ἀμφίπαλτος
-
3 αμφιπαλτος
См. также в других словарях:
πολύπαλτος — ον, Α (για όπλο) αυτός που πάλλεται πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παλτός (< πάλλω), πρβλ. αμφί παλτος] … Dictionary of Greek