-
1 αμφίκαυτις
-
2 ἀμφίκαυτις
См. также в других словарях:
ἀμφίκαυτις — ripe barley fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αμφίκαυτις
2 ἀμφίκαυτις
ἀμφίκαυτις — ripe barley fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)