-
1 αμφίδρομος
-
2 ἀμφίδρομος
-
3 αμφιδρομος
21) бегущий вокруг, окружающий или кружащий(ся)(κῦμα Soph.; ἄστρων ἕλικες Anth.)
2) подверженный действию приливов и отливов, по друг. изобилующий водоворотами(οἱ κατὰ τὸν πορθμὸν τόποι Polyb.)
-
4 ἀμφίδρομος
ἀμφί-δρομος, ον,A running both ways,οἱ κατὰ τὸν πορθμὸν τόποι ἀ. ὄντες
subject to a constant ebb and flow,Plb.
34.2.5; πορθμός with harbour on both sides, Pl.Com.24D.II pr. n. Ἀμφίδρομος, divinity connected with ἀμφιδρόμια, A.Fr. 222.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίδρομος
-
5 ἀμφίδρομος
ἀμφί-δρομος, (1) zu umlaufen. (2) herumlaufend, umschließend; die sich im Kreise drehenden strudelnden Wellen -
6 αμφίδρομον
ἀμφίδρομοςrunning both ways: masc /fem acc sgἀμφίδρομοςrunning both ways: neut nom /voc /acc sg -
7 ἀμφίδρομον
ἀμφίδρομοςrunning both ways: masc /fem acc sgἀμφίδρομοςrunning both ways: neut nom /voc /acc sg -
8 αμφιδρόμοις
-
9 ἀμφιδρόμοις
-
10 αμφιδρόμους
-
11 ἀμφιδρόμους
-
12 αμφιδρόμων
-
13 ἀμφιδρόμων
-
14 αμφίδρομοι
-
15 ἀμφίδρομοι
См. также в других словарях:
ἀμφίδρομος — running both ways masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίδρομος — η, ο (Α ἀμφίδρομος, ον) αυτός που τρέχει ή απλώς κινείται προς κάποια κατεύθυνση και γυρίζει πάλι πίσω αρχ. 1. αυτός που υπόκειται σε συνεχή παλίρροια 2. αυτός που περιτρέχει, που περιδινείται κυκλικά 3. (για πορθμούς) αυτός που έχει λιμάνι και… … Dictionary of Greek
Αμφίδρομος — ο Ζωολ. γένος χερσαίων σαλιγκαριών (Γαστερόποδα Μαλάκια) τών τροπικών χωρών. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο το ζώο προστατεύει τα αβγά του. Τυλίγει ένα φύλλο σε σωλήνα, κλείνει το ένα άκρο με βλέννα και τοποθετεί τα αβγά του στον… … Dictionary of Greek
αμφίδρομος — η, ο αυτός που έχει διπλή κατεύθυνση, αυτός που κινείται σε δύο κατευθύνσεις, ο παλινδρομικός: Αμφίδρομη κίνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμφίδρομον — ἀμφίδρομος running both ways masc/fem acc sg ἀμφίδρομος running both ways neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιδρόμοις — ἀμφίδρομος running both ways masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιδρόμους — ἀμφίδρομος running both ways masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιδρόμων — ἀμφίδρομος running both ways masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίδρομοι — ἀμφίδρομος running both ways masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Amphidromie — Amphidromien in den Weltmeeren Amphidromien in der Nordsee Als Amphidromie (von Griech.: ἀμφίδρομος ἀ … Deutsch Wikipedia
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek