Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀμφίβροτος

См. также в других словарях:

  • αμφίβροτος — ἀμφίβροτος, ον και ος, η, ον (Α) 1. αυτός που καλύπτει, που περιβάλλει ολόκληρο τον άνθρωπο (στον Όμ. πάντα για την ασπίδα) 2. (φρ. στη Φιλοσ.) «ἀμφίβροτος ἀσπίς», το σώμα που περιβάλλει, που κλείνει μέσα του την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * +… …   Dictionary of Greek

  • ἀμφίβροτος — covering the whole man masc nom sg ἀμφίβροτος covering the whole man masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιβρότη — ἀμφίβροτος covering the whole man fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιβρότην — ἀμφίβροτος covering the whole man fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιβρότης — ἀμφίβροτος covering the whole man fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»