Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀμφίβραχυς

См. также в других словарях:

  • αμφίβραχυς — Ένας από τους πόδες της αρχαίας αλλά και της σύγχρονης ελληνικής μετρικής. Κατά την αρχαιότητα o πους αυτός ήταν τετράχρονος, τον αποτελούσαν δηλαδή τρεις συλλαβές από τις οποίες μόνο η μεσαία ήταν μακρά (ίση με δύο βραχείες). Στη σύγχρονη… …   Dictionary of Greek

  • Амфибрахий — (греч. ἀμφίβραχυς  с обеих сторон краткий)  стихотворный размер (метр), образуемый трёхсложными стопами с сильным местом (ударением) на втором слоге. Не ветер бушует над бором, Не с гор побежали ручьи Мороз воевода дозором Обходит… …   Википедия

  • амфибрахий — АМФИБРА´ХИЙ (греч. ἀμφίβραχυς, от ἀμφί около, кругом и βραχυς краткий) 1) античная четырехдольная стопа о трех слогах, долгий слог находится между двумя короткими: ⌣⌣̅⌣̅⌣. Эта стопа имела еще и другое название брахихорей, т. е. стопа, состоящая… …   Поэтический словарь

  • anfíbraco — (Del lat. amphibrachus < gr. amphi, a ambos lados + brakhys, corto.) ► sustantivo masculino POESÍA Pie métrico formado por tres sílabas, una larga en el centro y dos breves, en la poesía griega y latina. * * * anfíbraco (del lat.… …   Enciclopedia Universal

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • αμφίμακρος — η ο (Α ἀμφίμακρος, ον) 1. ο μακρός και από τις δύο πλευρές 2. (στη Μετρική) «ποὺς» μακρός στην πρώτη και τρίτη συλλαβή [π. χ. Οιδίπους ( υ )], που έχει την ιδιαίτερη ονομασία Κρητικός (αντίθ. αμφίβραχυς)]. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι* + μακρός] …   Dictionary of Greek

  • βραχύς — εία, ύ (AM βραχύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, κοντός 2. (για χρόνο) σύντομος 3. «βραχεία συλλαβή» ή «βραχύ φωνήεν» συλλαβή ή φωνήεν των οποίων η προφορά διαρκεί συντομότερο χρόνο από άλλες συλλαβές ή φωνήεντα αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • anfíbraco — (Del lat. amphibrăchus, y este del gr. ἀμφίβραχυς). m. En la poesía griega y latina, pie compuesto de tres sílabas, una larga entre dos breves …   Diccionario de la lengua española

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»