-
1 βαλλω
(fut. βᾰλῶ - ион. βαλέω, редко βαλλήσω; aor. 2 ἔβᾰλον, pf. βέβληκα; pass.: fut. βληθήσομαι и βεβλήσομαι, aor. ἐβλήθην, pf. βέβλημαι) реже med.1) бросать, кидать, метать(τι εἰς ἅλα, ἐν πυρί, ποτὴ πέτρας, προτὴ γαίῃ Hom.; σπόρον ἐν νειοῖσιν Theocr.)
2) метать копья(ἐκ χειρός Xen.; β. καὴ τοξεύειν Dem.)
3) ронятьβ. δάκρυ Hom. — проливать слезы;
β., тж. β. τοὸς ὀδόντας Arst. — терять зубы4) надевать, приставлять, приделывать(κύκλα ἀμφὴ ὀχέεσσι Hom.)
ἐν πύλαισιν ἀκοὰν β. Eur. — приложить ухо к двери5) надевать, накидывать(αἰγίδα ἀμφ΄ ὤμοις, ῥάκος ἀμφί τινι, med. ἀμφὴ ὤμοισιν ξίφος Hom.; κρήδεμνον πλοκάμοις Anth.)
6) закидывать, забрасывать(τὸ δίκτυον εἰς τέν θάλασσαν NT.; ἀμφί τινι χεῖρας и πήχεε Hom.)
ἐπὴ γᾶν Φρυγῶν ποδὸς ἴχνος βαλεῖν Eur. — ступить на фригийскую землю7) валить, опрокидывать(τινὰ ἐν δαπέδῳ и ἐν κονίῃσι Hom.)
ἐς γόνυ τέν πόλιν β. Her. — поставить на колени, т.е. сокрушить государство8) низвергать, разрушать(οἶκον Aesch.)
9) извергать, изгонять(τινὰ γῆς ἔξω Soph.)
ἄθαπτόν τινα βαλεῖν Soph. — лишить кого-л. погребения10) ввергать, повергать(τινὰ ἐς κακόν Hom.; τινὰ εἰς δεῖμα Her. и εἰς φόβον Eur.)
βαλεῖν τινα εἰς ἔχθραν Aesch. — навлечь на кого-л. ненависть;ἐν αἰτίᾳ βαλεῖν τινα Soph. — возвести на кого-л. обвинение;τέν χώραν κινδύνῳ βαλεῖν Aesch. — подвергнуть страну опасности11) поворачивать, направлять(νῆας ἐς πόντον Hom.; ὄμματα ἑτέρωσε Hom. и πρὸς γῆν Eur.; πρὸσωπον εἰς γῆν Eur.)
12) опускать, склонять(ἑτέρωσε κάρη Hom.)
13) гнать, погонять(ἵππους πρόσθε Hom.; κάτωθε τὰ μοσχία Theocr.)
14) ударять, поражать(τινὰ δουρί Hom.; τινὰ κακοῖς Eur.)
βαλεῖν τινά τι, κατά, πρός и ὑπό τι, реже β. τινος κατά τι Hom. — ударить (ранить) кого-л. во что-л.;ἕλκος τό μιν βάλε ἰῷ Hom. — рана, которую он нанес ему стрелой:β. ψόγῳ τινά Eur. — оскорблять кого-л.;β. ἐπὴ σκοπόν Xen., τοῦ σκοποῦ Plat. и ἐπὴ σκοποῦ (v. l. ἐπίσκοπα) Luc. — попадать в цель;ἄχεϊ μεγάλῳ βεβολημένος ἦτορ Hom. — глубоко огорченный в душе;βάλλει με φθόγγος δι΄ ὤτων Soph. — до ушей моих доносится шум15) (sc. ὕμνῳ) воспевать, славить(τινά Pind.)
16) вгонять, вонзать(ἰὸν ἐνὴ στήθεσσί τινι Hom.)
17) наводить, нагонять, насылать(ὕπνον ἐπὴ βλεφάροις Hom.)
18) внушать, вселять(τί τινι ἐν θυμῷ Hom., θυμῷ Aesch. и εἰς θυμόν Soph., Plut., ἐν στήθεσσι Hom. и ἐν καρδίᾳ Pind.; λύπην τινί Soph.)
19) грузить, нагружать(μῆλα ἐν νηΐ Hom.)
20) med. погружаться21) (sc. ἑαυτόν) бросаться, устремляться, падатьἵπποι περὴ τέρμα βαλοῦσαι Hom. — кобылицы, обогнувшие столб;βάλλ΄ ἐς κόρακας! Arph. — убирайся прочь!, проваливай!;βάλλ΄ ἐς μακαρίαν! Plat. — что ты, бог с тобой!;εἰς ὕπνον βαλεῖν Eur. — заснуть22) ( о жидкости) обрызгивать, окроплять(τινά Hom., Eur.)
23) осыпать, обдавать24) наливать, вливать25) тж. med. озарять, освещать(ἀκτῖσιν Hom.; γαῖαν Eur.; σελήνη βαλλομένη διὰ θυρίδων Anth.)
26) med. насыпать, возводить(χαράκωμα πρὸς τῇ πόλει Dem.; χάρακα Polyb., Plut.)
— закладывать (κρηπῖδα Pind.; τὰς οἰκοδομίας Plat., ἀρχέν τῶν πραγμάτων Luc.)27) med. обдумывать, замышлять(τι ἐπὴ θυμῷ и μετὰ φρεσί Hom.; ἐνὴ φρεσί Hom., Hes. или ἐπ΄ ἑωυτοῦ Her.)
ἐς θυμὸν ἐβάλετο Her. — он решил28) med. зачать -
2 αμφιφοβεομαι
разбегаться (от страха) во все стороны
См. также в других словарях:
αμφί — ἀμφὶ πρόθ. (Α) (κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη Α. (με γενική) 1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου «ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123) 2. (όπως η πρός, για … Dictionary of Greek
εξαναδύομαι — ἐξαναδύομαι (Α) (αποθ.) 1. ανεβαίνω στην επιφάνεια τού νερού, αναδύομαι από κάτι («ἀμφὶ δέ μιν φῶκαι... ἀθρόαι εὔδουσιν, πολιῆς ἁλὸς ἐξαναδῡσαι» και γύρω του κοπάδια οι φώκιες κοιμούνται, αφού αναδύθηκαν από την αφρισμένη θάλασσα, Ομ. Οδ.) 2. (με … Dictionary of Greek
ηγερέθομαι — ἠγερέθομαι (Α) (επιτ. τ. τού ἀγείρομαι, μόνο στο γ πληθ. ενεστ. και πρτ. και απρμφ. ενεστ.) συνάζομαι, συναθροίζομαι («ἀμφί δέ μιν... ἀγοὶ ἠγερέθονται», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επικό τ. τού αγείρω*(θ. αγερ ) παρεκτεταμένο με θ . Απαντά… … Dictionary of Greek
κίβισις — και κίβησις και κύβεσις, εως και κυβησία, ἡ (Α) (αρχ. κυπρ. λέξη) πήρα*, σακούλι («ἀμφὶ δὲ μιν κίβισις θέε,...ἀργυρέη», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται σημιτική προέλευση του, όπως και του κιβωτός] … Dictionary of Greek
Mimnermus — Mimnermos was one of several ancient, Greek poets who composed verses about solar eclipses, and there was in fact a total solar eclipse of his home town, Smyrna, on April 6, 648 BC[1] His poetry survives only as a few fragments yet they afford us … Wikipedia
ACHILLEA — I. ACHILLEA alias Achillis, idos, Achillis cursus, peninsula est non procul ab ostiô Borysthenis, ad formam gladii in transversum porrecta, ab exercitatione Achillis nomen habens. Dionysius Perieg. Ταῦροι θ᾿ οἱ ναίουϚιν Α᾿χιλλῆος δρόμον αἰπυν´.… … Hofmann J. Lexicon universale
CHALYBES — seu CALIBES, populi Asiae minoris Ponto vicini ad Thermodontem fluv. Homero Alizones appellati. Strabo, l. 12. Paphlagoniae proximi, Strabom Chaldaei dicti. Baudrando in Cappadocia, versus confinium Armeniae minoris inter Polemonium et… … Hofmann J. Lexicon universale