-
1 αμφέβαλλον
-
2 ἀμφέβαλλον
См. также в других словарях:
ἀμφέβαλλον — ἀμφιβάλλω throw imperf ind act 3rd pl ἀμφιβάλλω throw imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αμφέβαλλον
2 ἀμφέβαλλον
ἀμφέβαλλον — ἀμφιβάλλω throw imperf ind act 3rd pl ἀμφιβάλλω throw imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)