-
1 Αμφοτέροιν
-
2 Ἀμφοτέροιν
-
3 αμφοτέροιν
-
4 ἀμφοτέροιν
См. также в других словарях:
Ἀμφοτέροιν — Ἀμφότερος masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφοτέροιν — ἀμφότερος either masc/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)