-
1 αμφοτερόπλους
ἀμφοτερόπλοοςnavigable on both sides: masc /fem nom plἀμφοτερόπλοοςnavigable on both sides: masc /fem nom /voc sg -
2 ἀμφοτερόπλους
ἀμφοτερόπλοοςnavigable on both sides: masc /fem nom plἀμφοτερόπλοοςnavigable on both sides: masc /fem nom /voc sg
См. также в других словарях:
αμφοτερόπλους — ἀμφοτερόπλους, ουν (Α) 1. αυτός που είναι πλευστός και από τα δύο μέρη (π. χ. ο ισθμός) 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμφοτερόπλουν ναυτοδάνειο που χορηγούσαν όχι μόνο για τον απόπλου αλλά και για την επάνοδο του πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ἀμφοτερόπλους — ἀμφοτερόπλοος navigable on both sides masc/fem nom pl ἀμφοτερόπλοος navigable on both sides masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφότεροι — ες, α (ΑΜ ἀμφότεροι, αι, α και σπάνια στον ενικό –ος, α, ον) και οι δύο, και ο ένας και ο άλλος (κατά τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη σημασία «όλοι μαζί» αρχ. (στον εν.) 1. καθένας, έκαστος 2. αυτός που μετέχει και στους δύο 3. (το ουδ. στον… … Dictionary of Greek