-
1 αμφοτέρωσε
-
2 ἀμφοτέρωσε
-
3 ἀμφοτέρωσε
ἀμφοτέρωσε, nach beiden Seiten hin, Il. 8, 223. 11. 6. 12, 287; – sp. D.
-
4 αμφοτερωσε
-
5 ἀμφοτέρωσε
-
6 ἀμφοτέρωσε
ἀμφοτέρ-ωσε, Adv.A to both sides,γεγωνέμεν ἀ. Il.8.223
, 11.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφοτέρωσε
-
7 ἀμφοτέρωσε
ἀμφοτέρω-σε: in both directions.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμφοτέρωσε
-
8 σδωμός
-
9 -σε
-σεнаречный суффикс, обозначающий направление (ср. ἄλλοσε, ἀμφοτέρωσε и т.п.) -
10 -σε
-σε, adverbial Suffix, denoting
См. также в других словарях:
αμφοτέρωσε — ἀμφοτέρωσε επίρρ. (Α) (για κίνηση προς τόπο) και προς τα δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + σε, επιρρ. κατάλ.] … Dictionary of Greek
ἀμφοτέρωσε — to both sides indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφότεροι — ες, α (ΑΜ ἀμφότεροι, αι, α και σπάνια στον ενικό –ος, α, ον) και οι δύο, και ο ένας και ο άλλος (κατά τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη σημασία «όλοι μαζί» αρχ. (στον εν.) 1. καθένας, έκαστος 2. αυτός που μετέχει και στους δύο 3. (το ουδ. στον… … Dictionary of Greek