Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀμφορέων

См. также в других словарях:

  • ἀμφορέων — ἀμφορεύς jar masc gen pl ἀμφορέω̆ν , ἀμφορεύς jar masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήρας — Το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο Θήρας ιδρύθηκε στις αρχές του 20ού αι., για να στεγάσει τα πλούσια ευρήματα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές που διενεργούνταν στην αρχαία Θήρα από το 1896. Το κτίριο του πρώτου μουσείου καταστράφηκε από το μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • ανθέμιο — Διακοσμητικό στοιχείο φυτικής έμπνευσης, που το χρησιμοποίησε σε αμέτρητες ποικιλίες η αρχαία ελληνική τέχνη από την αρχαϊκή περίοδο, το πήραν οι μεταγενέστερες τέχνες, έφτασε στη νεοκλασική αρχιτεκτονική και εξακολουθεί να επιζεί. Το α. δεν… …   Dictionary of Greek

  • κιττός — (4ος; αι. π.Χ.). Αγγειοπλάστης. Έγινε γνωστός από αμφορέα που ανακαλύφθηκε στην Ταύχειρα της Κυρηναϊκής (Λιβύη), που φέρει την παράσταση των παναθηναϊκών αμφορέων, δηλαδή την Αθηνά να κραδαίνει το δόρυ και δύο κολόνες από τις δύο πλευρές, πάνω… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • μυριάμφορος — μυριάμφορος, ον (Α) μτφ. αυτός που χωρά μυρίους, δέκα χιλιάδες αμφορείς ή που είναι ισοδύναμος με δέκα χιλιάδες αμφορείς (α. «πόθεν ἂν λάβοιμι ῥῆμα μυριάμφορον», Αριστοφ. β. «μυριάμφορον μυρίων ἀμφορέων ἄξιον», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)… …   Dictionary of Greek

  • χιλιοφόρος — ον, Α (ιδίως για πλοίο) αυτός που έχει χωρητικότητα χιλίων αμφορέων («μήτε πλοῑα πλείω φορτικοῡ ἑνὸς χιλιοφόρου», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • χονδήν — Α επίρρ. σε περιεκτικότητα («φιδάκνας ἀμφορέων χονδήν», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από την αιτ. ενός αμάρτυρου θηλ. *χονδή, από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. χανδάνω (για τη μορφή τής ρίζας βλ. λ. χανδάνω)] …   Dictionary of Greek

  • Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από …   Dictionary of Greek

  • μελανόμορφα αγγεία — Κατηγορία διακοσμημένων αγγείων της αρχαιότητας. Η τεχνική διακόσμησης αποτελείται από τη χρήση μαύρου γανώματος για τις μορφές και τα διακοσμητικά μοτίβα, τα οποία απλώνονται στην ερυθρόχρωμη επιφάνεια του αγγείου. Οι λεπτομέρειες αποδίδονταν με …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ισθμίων — Το μουσείο βρίσκεται στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου όπου στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. είχε ιδρυθεί το ιερό του Ίσθμιου Ποσειδώνα. Πολύ κοντά, στη νοτιοανατολική γωνία του ιερού, ανακαλύφθηκαν τα ίχνη του αρχικού σταδίου, με την ιδιόμορφη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»