-
1 αμφοδάρχου
-
2 ἀμφοδάρχου
См. также в других словарях:
ἀμφοδάρχου — ἀμφοδάρχης officer commanding troops levied in a ward masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αμφοδάρχου
2 ἀμφοδάρχου
ἀμφοδάρχου — ἀμφοδάρχης officer commanding troops levied in a ward masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)