-
1 ἀμφι-χορεύω
ἀμφι-χορεύω, umtanzen, τί, Philipp. 72 (IX, 83).
-
2 ἀμφιχορεύω
См. также в других словарях:
αμφιχορεύω — ἀμφιχορεύω (Α) χορεύω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χορεύω] … Dictionary of Greek
1 ἀμφι-χορεύω
ἀμφι-χορεύω, umtanzen, τί, Philipp. 72 (IX, 83).
2 ἀμφιχορεύω
αμφιχορεύω — ἀμφιχορεύω (Α) χορεύω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χορεύω] … Dictionary of Greek