-
1 ἀμφιστροφή
ἀμφι-στροφή, ἡ,A wheeling round, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιστροφή
См. также в других словарях:
αμφίπρωρος — η, ο (Α ἀμφίπρωρος, ον) αυτός που έχει πλώρη εμπρός και πίσω, που μπορεί να πλέει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση χωρίς να πάρει στροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πρῷρα] … Dictionary of Greek