-
1 ἀμφι-πλίσσω
ἀμφι-πλίσσω (umfalten), die Beine ausspreizen, Poll. 2, 172, διαβαίνω.
-
2 ἀμφιπλίσσω
См. также в других словарях:
αμφιπλίσσω — ἀμφιπλίσσω (Α) ανοίγω τα σκέλη, βαδίζω με δρασκελιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πλίσσω βλ. πλίσσομαι] … Dictionary of Greek