-
1 αμφιπεριφθινυθω
(ῠ) полностью погибать вокруг, засыхать, отмирать
См. также в других словарях:
αμφιπεριφθινύθω — ἀμφιπεριφθινύθω (Α) φθείρομαι εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + περιφθινύθω «καταστρέφομαι»] … Dictionary of Greek
1 αμφιπεριφθινυθω
αμφιπεριφθινύθω — ἀμφιπεριφθινύθω (Α) φθείρομαι εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + περιφθινύθω «καταστρέφομαι»] … Dictionary of Greek