-
1 ἀμφι-πέλομαι
ἀμφι-πέλομαι (s. πέλομαι), umgeben, ἥ τις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται, vom Gesange, der die Zuhörer umtönt, Od. 1, 352.
-
2 ἀμφι-πολεύω
ἀμφι-πολεύω (vgl. - πέλομαι), um etwas beschäftigt sein, besorgen, warten, Od. 18. 254. 19, 127 Penelope vom Odysseus εἰ κεῖνός γ' ἐλϑὼν τὸν ἐμὸν βιον ἀμφιπολεύοι, μεῖζόν κε κλέος εἴη ἐμὸν καὶ κάλλιον οὕτως. νῠν δ' ἄχομαι, Homerisch optat. für den indicat. des Nichtwirklichen, εἰ ἐλϑὼν ἀμφεπόλευε, μεῖζον ἂν ἦν ἐμὸν κλέος, wenn Jener heimgekehrt wäre u. mein Leben mit liebender Sorge umgäbe; ὄρχατον, den Garten bestellen, Od. 24, 244. 257; dienen, ἐρινύσιν 20, 78; Hes. O. 803 ἐν πέμπτῃ γάρ φασιν Ἐρινύας ἀμφι-πολεύειν Ὅρκον γεινόμενον, τὸν Ἔρις τέκε πῆμ' ἐπιόρκοις; Qu. Sm. 13, 270; Her. 2, 56 mit dem acc., ἱρὸν Διός, um den Tempel u. in ihm als Diener geschäftig sein.
-
3 ἀμφιπέλομαι
См. также в других словарях:
αμφιπέλομαι — ἀμφιπέλομαι (Α) (για μουσική) περιφέρομαι, πλανιέμαι στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πέλομαι «κινούμαι, είμαι, γίνομαι»] … Dictionary of Greek
αμφίπολος — ἀμφίπολος, ον (Α) 1. ο κινούμενος γύρω από κάποιον, ο απασχολημένος με κάτι, πολυάσχολος 2. πολυσύχναστος (τύμβος) 3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφίπολος, ήδη στη Μυκηναϊκή α) υπηρέτρια, θαλαμηπόλος β) ιέρεια 4. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ὁ… … Dictionary of Greek
βουκόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή από τη Μάρνη, κόρη του Θεσπία. 2. Γιος του Κολωνού και αδελφός του Όχεμου, του Λέοντα και της Όχνης. 3. Γιος του Ιπποκόοντα, που σκοτώθηκε με τον πατέρα του και τον αδελφό του στη Λακεδαίμονα από τον … Dictionary of Greek
θεηκόλος — θεηκόλος, ον (Α) 1. ιερέας, θεοκόλος* 2. μέλος παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θεηκόλος (ή θεοκόλος) < θεη (βλ. θεο ) + κολος αναλογικά προς το βoυ κόλος*, ενώ ο αναμενόμενος τ. είναι θεη πόλος (ή θεο πόλος ή θειο πόλος) <… … Dictionary of Greek
ομόπολος — ὁμόπολος, ον (Α) (για σφαίρες ή για κύκλους) αυτός που έχει τους ίδιους πόλους με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πολος (< πέλω / πέλομαι «διατελώ εν κινήσει, κατευθύνομαι), πρβλ. αμφί πολος] … Dictionary of Greek
υψίπολος — ον, ΜΑ αυτός που περιφέρεται στα ύψη («ὑψίπολος Κρόνος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πολος (< πόλος < πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ἀμφί πολος] … Dictionary of Greek