-
1 αμφινεμομαι
1) жить вокруг, т.е. обитать, населять(Κρήτην, Ὄλυμπον Hom.; πόλιν Pind.)
2) окружать(ὄλβος ἀμφινέμεταί τινα Pind.)
См. также в других словарях:
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek