-
1 ἀμφι-μερίζω
ἀμφι-μερίζω, nach allen Seiten hin theilen, Agath. 52 (IX, 662).
-
2 ἀμφιμερίζω
-
3 αμφιμεριζω
со всех сторон разделять, т.е. перегораживать
См. также в других словарях:
αμφιμερίζομαι — ἀμφιμερίζομαι (Μ) χωρίζομαι τελείως σε μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + μερίζω] … Dictionary of Greek