Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀμφι-μέλω

См. также в других словарях:

  • ἀμφιμέμηλε — ἀμφί μέλω to be an object of care perf imperat act 2nd sg ἀμφί μέλω to be an object of care perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελέτωρ — μελέτωρ, ορος, ὁ (Α) 1. αυτός που προνοεί ή φροντίζει για κάποιον ή για κάτι 2. εκδικητής, τιμωρός («ἐφάνη γὰρ μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω «προνοώ, φροντίζω» + επίθημα τωρ (πρβλ. διδάκ τωρ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»