Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀμφι-κύπελλον

См. также в других словарях:

  • αμφικύπελλος — ἀμφικύπελλος, ον (Α) 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «δέπας ἀμφικύπελλον», τέτοιο δηλ. που να αποτελεί κύπελλο και στην κορυφή και στη βάση του 2. κατά τον Αρίσταρχο, έτσι ονομάζεται το κύπελλο που έχει δύο λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κύπελλον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»