-
1 ἀμφι-κίων
-
2 ἀμφικίων
См. также в других словарях:
περικίων — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που περιβάλλεται από σειρά κιόνων, ο περίστυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κίων, ονος (πρβλ. αμφι κίων)] … Dictionary of Greek
πολυκίων — ον, Α (για ναό) αυτός που έχει πολλούς κίονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κίων «κολόνα, στύλος» (πρβλ. αμφι κίων)] … Dictionary of Greek
αμφικίων — ἀμφικίων ( ονος), ον (Α) (για ναούς) αυτός που έχει ολόγυρα κίονες, ο περίπτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κίων] … Dictionary of Greek