Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀμφι-κίων

См. также в других словарях:

  • περικίων — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που περιβάλλεται από σειρά κιόνων, ο περίστυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κίων, ονος (πρβλ. αμφι κίων)] …   Dictionary of Greek

  • πολυκίων — ον, Α (για ναό) αυτός που έχει πολλούς κίονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κίων «κολόνα, στύλος» (πρβλ. αμφι κίων)] …   Dictionary of Greek

  • αμφικίων — ἀμφικίων ( ονος), ον (Α) (για ναούς) αυτός που έχει ολόγυρα κίονες, ο περίπτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κίων] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»