-
1 ἀμφι-γνοέω
ἀμφι-γνοέω, 1) schwanken, zweifeln, ἐπί τινος, bei etwas, Plat. Gorg. 466 c; ὃ – ἠμφεγνόουν Soph., 236 c; ἠμφεγνόησα 228 e; περί τινος, Isocr. 2, 28. – 2) nicht genau wissen ( οὐκ ἀκριβῶς εἰδέναι Hesych.), ὅ, τι ἐποίουν Xen. Anab. 2, 5, 33; εἰ μή τις αμφιγνοηϑεὶς διέφυγε, unerkannt, Hell. 6, 5, 26; οὐ δήπου σ' ἐγὼ γεγονότα συστρατιώτην ἐμὸν ἀμφιγνοῶ, ich irre mich doch nicht, daß du mein Kamerad gewesen bist, Plut. Pomp. 79.
-
2 ἀμφιγνοέω
ἀμφι-γνοέω, (1) schwanken, zweifeln. (2) nicht genau wissen -
3 αμφιγνοεω
1) колебаться, сомневаться(ἐπί τινος Plat. и περί τινος Isocr.)
2) быть в неведении, недоумевать, не пониматьὅ τι ἐποίουν ἠμφιγνόουν Xen. — они недоумевали, что (те) делают;
ἀμφιγνοηθείς Xen. — не будучи узнан3) ошибатьсяοὐ δή που σ΄ ἐγὼ γεγονότα συστρατιώτην ἐμὸν ἀμφιγνοῶ Plut. — ведь я не ошибаюсь, что ты был (некогда) моим боевым товарищем