Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀμφιφανής

См. также в других словарях:

  • ἀμφιφανής — visible all round masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιφανής — ες (Α ἀμφιφανής) 1. αρχ. ο ορατός από παντού και από όλους, γνωστός σε όλους, περιφανής 2. (Αστρον.). Αμφιφανείς αστέρες λέγονται οι αστέρες που ανατέλλουν και δύουν, σε αντίθεση με τους αειφανείς* που δεν δύουν ποτέ και τους αφανείς* ή… …   Dictionary of Greek

  • ἀμφιφανῆ — ἀμφιφανής visible all round neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμφιφανής visible all round masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμφιφανής visible all round masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιφανέα — ἀμφιφανής visible all round neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀμφιφανής visible all round masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιφανές — ἀμφιφανής visible all round masc/fem voc sg ἀμφιφανής visible all round neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιφανεῖς — ἀμφιφαείνω beam around aor subj pass 2nd sg (epic) ἀμφιφαείνω beam around fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀμφιφανής visible all round masc/fem acc pl ἀμφιφανής visible all round masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • Ιχθύς, Νότιος — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, αμφιφανής στην Ελλάδα. Βρίσκεται ανάμεσα στον Υδροχόο, στον Αιγόκερω, στο Μικροσκόπιο, στον Νότιο Σταυρό και στον Γλύπτη. Το λαμπρότερο άστρο του (το α Νότιου Ιχθύος) έχει μέγεθος 1,17 και ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • ἀμφιφανῶν — ἀμφιφαείνω beam around fut part act masc nom sg (attic epic doric) ἀμφιφανής visible all round masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»