Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀμφιτρέμω

См. также в других словарях:

  • αμφιτρέμω — ἀμφιτρέμω (Α) τρέμω γύρω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τρέμω] …   Dictionary of Greek

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»