-
1 αμφιτρεμω
См. также в других словарях:
αμφιτρέμω — ἀμφιτρέμω (Α) τρέμω γύρω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τρέμω] … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek