-
1 αμφιστόμοις
-
2 ἀμφιστόμοις
См. также в других словарях:
ἀμφιστόμοις — ἀμφίστομος with double mouth masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αμφιστόμοις
2 ἀμφιστόμοις
ἀμφιστόμοις — ἀμφίστομος with double mouth masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)