-
1 αμφισβητημα
- ατος τό1) спор, разногласие Plut.2) предмет разногласия, спорный вопрос Plat., Arst.3) (выдвигаемое в споре) положение, утверждение, (противоположное) мнение Plat.
См. также в других словарях:
αμφισβήτημα — ἀμφισβήτημα, το (Α) [ἀμφισβητῶ] 1. αμφισβητούμενο ζήτημα ή θέμα 2. επιχείρημα, ισχυρισμός … Dictionary of Greek
ἀμφισβήτημα — point in dispute neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητημάτων — ἀμφισβήτημα point in dispute neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητήμασι — ἀμφισβήτημα point in dispute neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητήμασιν — ἀμφισβήτημα point in dispute neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητήματα — ἀμφισβήτημα point in dispute neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητήματος — ἀμφισβήτημα point in dispute neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφισβητώ — ( έω) (Α ἀμφισβητῶ) 1. έχω αντιρρήσεις για κάτι, διαφωνώ, ενίσταμαι 2. (ως δικανικός όρος) προβάλλω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ, διαφιλονικώ 3. παθ. είμαι αντικείμενο αμφισβήτησης, διαφωνιών νεοελλ. δεν αναγνωρίζω, δεν αποδέχομαι την αυθεντία… … Dictionary of Greek