Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀμφισβήτημα

См. также в других словарях:

  • αμφισβήτημα — ἀμφισβήτημα, το (Α) [ἀμφισβητῶ] 1. αμφισβητούμενο ζήτημα ή θέμα 2. επιχείρημα, ισχυρισμός …   Dictionary of Greek

  • ἀμφισβήτημα — point in dispute neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητημάτων — ἀμφισβήτημα point in dispute neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητήμασι — ἀμφισβήτημα point in dispute neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητήμασιν — ἀμφισβήτημα point in dispute neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητήματα — ἀμφισβήτημα point in dispute neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητήματος — ἀμφισβήτημα point in dispute neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφισβητώ — ( έω) (Α ἀμφισβητῶ) 1. έχω αντιρρήσεις για κάτι, διαφωνώ, ενίσταμαι 2. (ως δικανικός όρος) προβάλλω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ, διαφιλονικώ 3. παθ. είμαι αντικείμενο αμφισβήτησης, διαφωνιών νεοελλ. δεν αναγνωρίζω, δεν αποδέχομαι την αυθεντία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»