-
1 αμφισβητήσιμος
-
2 ἀμφισβητήσιμος
-
3 αμφισβητησιμος
2спорный, неясный, сомнительный Plut., Arst., Dem.ἡ ἀ. χώρα Φωκεῦσί τε καὴ ἑαυτοῖς Xen. — территория, о которой у них шел спор с фокейцами;
τῆς μάχης ἀμφισβητησίμου γενομένης Plat. — хотя исход сражения представлялся неопределенным -
4 αμφισβητήσιμος
η, ο [ος, ον ] спорный; сомнительный -
5 ἀμφισβητήσιμος
ἀμφισ-βητήσιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφισβητήσιμος
-
6 αμφισβητήσιμος
tartışmalı, sugötürür, tartışma götürür -
7 αμφισβητήσιμος
1) controversial2) disputableΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αμφισβητήσιμος
-
8 disputable
αμφισβητήσιμος -
9 спорный
αμφισβητήσιμος, αμφισβητούμενος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спорный
-
10 ihtilaflı
αμφισβητήσιμος, συζητήσιμος -
11 tartışmalı
αμφισβητήσιμός, υπό αμφισβήτηση, με συζήτηση -
12 αμφισβητησίμω
ἀμφισβητήσιμοςdisputable: masc /fem /neut nom /voc /acc dualἀμφισβητήσιμοςdisputable: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————ἀμφισβητήσιμοςdisputable: masc /fem /neut dat sg -
13 спорный
спорный αμφισβητήσιμος; συζητήσιμος (дискуссионный)' юр. επίδικος; \спорный вопрос το αμφισβητούμενο* * *αμφισβητήσιμος; συζητήσιμος ( дискуссионный); юр. επίδικοςспо́рный вопро́с — το αμφισβητούμενο
-
14 αμφισβητησίμως
ἀμφισβητήσιμοςdisputable: adverbialἀμφισβητήσιμοςdisputable: masc /fem acc pl (doric) -
15 ἀμφισβητησίμως
ἀμφισβητήσιμοςdisputable: adverbialἀμφισβητήσιμοςdisputable: masc /fem acc pl (doric) -
16 αμφισβητήσιμον
ἀμφισβητήσιμοςdisputable: masc /fem acc sgἀμφισβητήσιμοςdisputable: neut nom /voc /acc sg -
17 ἀμφισβητήσιμον
ἀμφισβητήσιμοςdisputable: masc /fem acc sgἀμφισβητήσιμοςdisputable: neut nom /voc /acc sg -
18 спорный
спорныйприл ἀμφισβητήσιμος, συζητήσιμος/ юр. ἐπίδικος, ἀμφισβητούμενος. -
19 αμφισβητησίμοις
-
20 ἀμφισβητησίμοις
См. также в других словарях:
ἀμφισβητήσιμος — disputable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφισβητήσιμος — η, ο (Α ἀμφισβητήσιμος, ον) [ἀμφισβητῶ] αυτός που επιδέχεται αμφισβήτηση, αυτός για τον οποίο υπάρχει διαφωνία, αντίρρηση αρχ. 1. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τὰ ἀμφισβητήσιμα διαφιλονικούμενη περιουσία 2. φρ. «χώρα ἀμφισβητήσιμος» … Dictionary of Greek
αμφισβητήσιμος — η, ο αυτός για τον οποίο υπάρχει αμφισβήτηση, διαφορά: Η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου αυτού είναι αμφισβητήσιμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμφισβητησίμω — ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητησίμως — ἀμφισβητήσιμος disputable adverbial ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητήσιμον — ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem acc sg ἀμφισβητήσιμος disputable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητησίμοις — ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητησίμου — ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητησίμων — ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητησίμῳ — ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητήσιμα — ἀμφισβητήσιμος disputable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)