-
1 αμφιορκία
ἀμφιορκίᾱ, ἀμφιορκίαoath taken by each party: fem nom /voc /acc dualἀμφιορκίᾱ, ἀμφιορκίαoath taken by each party: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἀμφιορκία
ἀμφιορκίᾱ, ἀμφιορκίαoath taken by each party: fem nom /voc /acc dualἀμφιορκίᾱ, ἀμφιορκίαoath taken by each party: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ἀμφιορκία
ἀμφιορκία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιορκία
-
4 ἀμφιορκία
ἀμφι-ορκία, der gegenseitige Schwur, den die Parteien vor Gericht zu leisten haben -
5 ἀμφ-ωμοσία
ἀμφ-ωμοσία ἡ, = ἀμφιορκία, Hesych.
-
6 ἄμφωμος
ἄμφωμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄμφωμος
См. также в других словарях:
ἀμφιορκία — ἀμφιορκίᾱ , ἀμφιορκία oath taken by each party fem nom/voc/acc dual ἀμφιορκίᾱ , ἀμφιορκία oath taken by each party fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιορκία — ἀμφιορκία, η (Α) αμοιβαίος όρκος, δηλ. 1. ο όρκος τών δικαστών από το ένα μέρος και τών διαδίκων από το άλλο 2. ο όρκος που έδιναν οι διάδικοι, ο μηνυτής και ο κατηγορούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + *ορκ ία < ὅρκος] … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek