-
1 αμφικέφαλος
-
2 ἀμφικέφαλος
-
3 αμφικεφαλος
-
4 ἀμφικέφαλος
ἀμφικέφᾰλος, ον,A two-headed, Eub.107.10 (in poet. form ἀμφικέφαλλος); of the ἀμφίσβαινα, Gal.14.243; σκέλους τὸ ἀ., i.e. the thighbone, Arist.HA 404a5.II of a couch, having two places for the head, i.e. two ends,κλίνη IG1.277d
(- κνέφαλλος wrongly cited by Poll.10.36).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφικέφαλος
-
5 αμφικέφαλος
ος, ον с двумя головками;αμφικέφαλος ήλος — заклёпка
-
6 ἀμφικέφαλος
ἀμφι-κέφαλος, zweiköpfig, ein Lager, das auf beiden Enden Kopfkissen hat -
7 αμφικέφαλον
-
8 ἀμφικέφαλον
-
9 ἀμφι-κνέφαλος
ἀμφι-κνέφαλος, κλίνη, mit Polstern auf beiden Seiten, Poll. 10, 36, s. ἀμφικέφαλος.
-
10 αμφικεφάλου
-
11 ἀμφικεφάλου
-
12 αμφικέφαλα
-
13 ἀμφικέφαλα
-
14 κλίνη
A that on which one lies, couch, used at meals or for a bed,ἐν κλίνῃ κλῖναί τινας Hdt.9.16
, cf. Ar.Ach. 1090; κλίνην στρῶσαι to make up a couch, Hdt.6.139, X. Cyr.8.2.6, IG22.1315;ἐπὶ κλίνης φερόμενος And.1.61
, cf. SIG1169.31 (Epid.); ἐκ κλίνης ἀνίστασθαι, after illness, And.1.64;κ. μιλησιουργὴς ἀμφικέφαλος IG12.330
;κ. ἐπίχρυσοι καὶ ἐπάργυροι Hdt.1.50
, 9.80;κ. ἐλεφαντόποδες Pl.Com.208
.II ἱερὰ κ., = Lat.lectisternium, POxy.1144.6(i/ii A.D.), cf. PGnom. 202 (ii A.D.); κ. τοῦ κυρίου Σαράπιδος, of a ceremonial banquet, POxy.110.2 (ii A.D.). -
15 ἀμφικνέφαλλος
ἀμφικνέφαλλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφικνέφαλλος
См. также в других словарях:
αμφικέφαλος — ἀμφικέφαλος, ον (ΑΜ) [κεφαλή] δικέφαλος μσν. 1. αυτός που έχει δύο θέσεις για το κεφάλι, όπως το ανάκλιντρο 2. (για κρεβάτι) αυτό που έχει προσκέφαλο και στις δύο πλευρές αρχ. φρ. «σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον», το μηριαίο οστούν (επειδή έχει… … Dictionary of Greek
ἀμφικέφαλος — two headed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικέφαλον — ἀμφικέφαλος two headed masc/fem acc sg ἀμφικέφαλος two headed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικεφάλου — ἀμφικέφαλος two headed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικέφαλα — ἀμφικέφαλος two headed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
αμφί — ἀμφὶ πρόθ. (Α) (κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη Α. (με γενική) 1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου «ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123) 2. (όπως η πρός, για … Dictionary of Greek
αμφίκρανος — ἀμφίκρανος, ον (Α) ο αμφικέφαλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κρανος < *κρᾶνον (απ’ όπου το κρανίον), που απαντά σπάνια ως α και συχνά ως β συνθετικό] … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek