Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀμφικτίονες

См. также в других словарях:

  • αμφικτίονες — ἀμφικτίονες, και κτύονες, οι (Α) 1) αυτοί που κατοικούν γύρω ή κοντά, περίοικοι, γείτονες 2. (ως κύριο όνομα) οι απεσταλμένοι των πόλεων που ήταν συνδεδεμένες σε Αμφικτιονία ή αμφικτιονική ομοσπονδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κτίονες ή κτύονες < …   Dictionary of Greek

  • ἀμφικτίονες — they that dwell round masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφικτιόνεσσιν — ἀμφικτίονες they that dwell round masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφικτιόνων — ἀμφικτίονες they that dwell round masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφικτυόνες — ἀμφικτίονες they that dwell round masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφικτυόνων — ἀμφικτίονες they that dwell round masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφικτυόσι — ἀμφικτίονες they that dwell round masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφικτίονας — ἀμφικτίονες they that dwell round masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφικτύονας — ἀμφικτίονες they that dwell round masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφικτύονες — ἀμφικτίονες they that dwell round masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφικτύοσι — ἀμφικτίονες they that dwell round masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»