-
1 αμφικτιονες
-
2 Αμφικτιονες
поздн. Ἀμφικτύονες οἱ амфиктионы1) представители греч. государств, объединенных в религиозно-политический союз Her., Dem., Polyb.2) члены амфиктионии, амфиктиония Her., Dem.
См. также в других словарях:
αμφικτίονες — ἀμφικτίονες, και κτύονες, οι (Α) 1) αυτοί που κατοικούν γύρω ή κοντά, περίοικοι, γείτονες 2. (ως κύριο όνομα) οι απεσταλμένοι των πόλεων που ήταν συνδεδεμένες σε Αμφικτιονία ή αμφικτιονική ομοσπονδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κτίονες ή κτύονες < … Dictionary of Greek
ἀμφικτίονες — they that dwell round masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικτιόνεσσιν — ἀμφικτίονες they that dwell round masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικτιόνων — ἀμφικτίονες they that dwell round masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικτυόνες — ἀμφικτίονες they that dwell round masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικτυόνων — ἀμφικτίονες they that dwell round masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικτυόσι — ἀμφικτίονες they that dwell round masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικτίονας — ἀμφικτίονες they that dwell round masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικτύονας — ἀμφικτίονες they that dwell round masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικτύονες — ἀμφικτίονες they that dwell round masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικτύοσι — ἀμφικτίονες they that dwell round masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)