Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀμφιθηγής

См. также в других словарях:

  • αμφιθηγής — ἀμφιθηγής, ές (Α) ο τροχισμένος και από τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θηγής < θήγω*] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφιθηγέα — ἀμφῑθηγέα , ἀμφίθηκτος neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀμφῑθηγέα , ἀμφίθηκτος masc/fem acc sg (epic ionic) ἀμφιθηγής sharpened on both sides neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀμφιθηγής sharpened on both sides masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • αμφίθηκτος — ἀμφίθηκτος, ον (Α) ο αμφιθηγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * θηκτος < θ. θηγ , θήγω + κατάλ. τος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»